καρυογαμία

καρυογαμία
η
η συγχώνευση τη στιγμή τής γονιμοποίησης τών πυρήνων, κατά κανόνα απλοειδών, τού θηλυκού και τού αρσενικού γαμέτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. caryogamie < caryo- (πρβλ. κάρυον) + -gamie (πρβλ. -γαμία < -γαμος < γάμος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πλασμογαμία — η, Ν 1. βιολ. στα πρωτόζωα) α) η συγχώνευση διαφόρων ατόμων σε μια πολυπυρηνική μάζα β) η σύντηξη τού κυτταροπλάσματος χωρίς πυρηνική σύντηξη 2. βοτ. διαδικασία η οποία ακολουθεί αμέσως μετά την καρυογαμία, δηλαδή την ένωση πυρήνων, σε ορισμένους …   Dictionary of Greek

  • υποβασίδιο — το, Ν (μυκητ.) το τμήμα ή το στάδιο τού βασιδίου στο οποίο γίνεται η καρυογαμία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. hypobasidium] …   Dictionary of Greek

  • φαινοτυπικός — ή, ό, Ν [φαινότυπος] 1. ο σχετικός με τον φαινότυπο 2. φρ. α) «φαινοτυπική ταξινόμηση» βιολ. άλλη ονομασία για την φαινετική ταξινόμηση β) «φαινοτυπική έκφραση» βιολ. το φαινόμενο τής εκδήλωσης ενός συγκεκριμένου γονιδίου γ) «φαινοτυπικό εύρος»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”