- καρυογαμία
- ηη συγχώνευση τη στιγμή τής γονιμοποίησης τών πυρήνων, κατά κανόνα απλοειδών, τού θηλυκού και τού αρσενικού γαμέτη.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. caryogamie < caryo- (πρβλ. κάρυον) + -gamie (πρβλ. -γαμία < -γαμος < γάμος)].
Dictionary of Greek. 2013.